- Δαμίας
- Δαμίᾱς , Δαμίαfem acc plΔαμίᾱς , Δαμίαfem gen sg (attic doric aeolic)Δαμίᾱς , Δαμίηfem acc plΔαμίᾱς , Δαμίηfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δαμίας — δᾱμίᾱς , δήμιος belonging to the people fem acc pl (doric) δᾱμίᾱς , δήμιος belonging to the people fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οίη — Ονομασία δύο αρχαίων οικισμών. 1. Δήμος της αρχαίας Αττικής. Ονομαζόταν και Όα ή Οή. Ο κάτοικος του ονομαζόταν Οεύς ή Οαεύς ή Οαιεύς. Ο Ηρόδοτος επίσης αναφέρει κάποια Οίη, που την τοποθετεί στην Αίγινα. Όπως γράφει, οι Αιγινήτες είχαν μεταφέρει… … Dictionary of Greek
αγνότητα — Ηθικοθρησκευτική έννοια που οι διάφοροι πολιτισμοί τής έδωσαν διαφορετικό περιεχόμενο, το οποίο όμως θα μπορούσε να οριστεί γενικά ως αποχή από τη σεξουαλική επαφή, είτε σχετική (μεταξύ αγάμων, συγγενών, μελών της ίδιας πατριάς κλπ.) είτε απόλυτη … Dictionary of Greek
λιθοβόλια — λιθοβόλια, τὰ (Α) [λιθοβόλος] εορτή στην Τροιζήνα προς τιμήν τών παρθένων Δαμίας καί Αυξησίας … Dictionary of Greek
οία — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Αίγινας. Οι Αιγινήτες είχαν φυλάξει εκεί τα ξόανα της Δαμίας και της Αυξίας (Δήμητρας και Περσεφόνης), για να τα προστατέψουν από την επιδρομή των Επιδαυρίων. 2. Μία από τις δύο πόλεις της θήρας. Από τις… … Dictionary of Greek
περαίνω — ΝΜΑ, ποιητ. τ. πειραίνω, Α 1. φέρω κάτι σε πέρας, ολοκληρώνω την εκτέλεση κάποιου πράγματος, τό αποπερατώνω 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) πεπερασμένος, η, ον βλ. πεπερασμένος αρχ. 1. (για λόγο) δίνω τέλος, παύω («πέραινέ μοι λόγον», Ευρ.) 2. (για… … Dictionary of Greek